-
1 язык
язык м в разн. знач. η γλώσσα· разговорный \язык η καθομιλουμένη γλώσσα; литературный \язык η λογοτεχνική γλώσσα; владеть иностранным \языком κατέχω (или ξέρω καλά) ξένη γλώσσα; найти общий \язык с кем-л. βρίσκω κοινή γλώσσα με κάποιον ◇ язык до Киева доведёт ρωτώντας πας στην Πόλη* * *м в разн. знач.η γλώσσαразгово́рный язы́к — η καθομιλουμένη γλώσσα
литерату́рный язы́к — η λογοτεχνική γλώσσα
владе́ть иностра́нным языко́м — κατέχω ( или ξέρω καλά) ξένη γλώσσα
найти́ о́бщий язы́к с кем-л. — βρίσκω κοινή γλώσσα με κάποιον
••язы́к до Ки́ева доведёт — ρωτώντας πας στην Πόλη
-
2 язык
-а α.1. η γλώσσα•коровий язык η γλώσσα της αγελάδας•
лизать -ом γλείφω με τη γλώσσα.
|| (φαγητό)•-и с картофельным пюре γλώσσες με πουρέ πατάτας.
2. όργανο λόγου ή επικοινωνίας•древние -и οι αρχαίες γλώσσες•
русский язык η ρωσική γλώσσα•
греческий язык η ελληνική γλώσσα•
литературный язык η φιλολογική γλώσσα•
поэтический язык η ποιητική γλώσσα•
народный язык η δημοτική γλώσσα•
разговорный язык η ομιλούμενη γλώσσα•
мёртвые -и οι νεκρές γλώσσες.
3. -и πλθ. λαοί, λαάτητες.4. αιχμάλωτος που πιάστηκε για απόσπαση μυστικών του εχθρού.5. κάθε τι που έχει το σχήμα γλώσσας•огненные -и πύρινες γλώσσες•
язык колокола το γλωσσίδι της καμπάνας.
εκφρ.язык без костей – φλύαρος, πολυλογάς, γλωσσάς•язык на плече у кого-н. – του βγήκε η γλώσσα από την κούραση•язык прилип к гортани у кого – του κόλλησε η γλώσσα στο στόμα (αδυνατεί να μιλήσει)•язык хорошо подвешен (привешен) – είναι εύγλωττος, ευφράδης, εύλαλος•держать язык за зубами – δαγκώνω τη γλώσσα, σωπαίνω•у него язык чешется – τον τρώει η γλώσσα του•язык придерживать язык – συγκρατιέμαι, μαζεύω τη γλώσσα μου, αποφεύγω να μιλήσω•чесать -ом – βλ. ίδια εκφρ. στο ρ. болтать 2• сорвалось с -а (слово) μού φύγε η λέξη, ο λόγος•это слово вертется у меня на язык – έχω τη λέξη στο στόμα, μα δεν μπορώ να την πω•язык до Киева доведёт – ρωτώντας πας στην Πόλη.
См. также в других словарях:
ερωτώ — και ρωτώ και αρωτώ (AM ἐρωτῶ, άω Α και επικ. και ιων. τ. εἰρωτάω) ζητώ από κάποιον πληροφορία ή γνώμη και περιμένω απάντηση, υποβάλλω ερώτηση νεοελλ. φρ. 1. «μην τά ρωτάς» λέγεται για δυσάρεστα γεγονότα ή για κωμικά και περίπλοκα επεισόδια 2.… … Dictionary of Greek